ἐξήρπαξ'

ἐξήρπαξ'
ἐξήρπαξα , ἐξαρπάζω
snatch away from
aor ind act 1st sg (attic epic ionic)
ἐξήρπαξο , ἐξαρπάζω
snatch away from
plup ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἐξήρπαξο , ἐξαρπάζω
snatch away from
perf imperat mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἐξήρπαξε , ἐξαρπάζω
snatch away from
aor ind act 3rd sg (attic epic ionic)
ἐξήρπαξαι , ἐξαρπάζω
snatch away from
perf ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξαρπάζω — (AM ἐξαρπάζω) 1. αρπάζω, αφαιρώ από κάποιον κάτι, αφαρπάζω («σὰς δὲ ἐπιστολὰς ἐξαρπάσας ὅδ ἐκ χερῶν ἐμῶν βίᾳ», Ευρ.) 2. αποσπώ με τη βία («ἱστία δ ἐξήρπαξ ἀνέμου μένος», Απολλ. Ρόδ.) 3. ελευθερώνω, σώζω, λυτρώνω αρπάζοντας κάποιον («τὸν ἐξήρπαξ… …   Dictionary of Greek

  • ώστε — ὥστε, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὧτε Α 1. (στην αρχή λόγου ή πρότασης για να δηλώσει συμπέρασμα) λοιπόν, επομένως, συνεπώς (α. «ώστε έτσι έγιναν τα πράγματα» β. «ὥστ ... ὄλωλα καί σε προσδιαφθερῶ», Σοφ.) 2. (ως συμπερ. σύνδ. για να δηλώσει αποτέλεσμα) για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”